κακύνομαι

κακύνομαι
κακύ̱νομαι , κακύνω
damage
aor subj mid 1st sg (epic)
κακύ̱νομαι , κακύνω
damage
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κακύνω — (AM) μσν. 1. (αμτβ.) α) κάνω πονηρά σχέδια β. σφάλλω, αμαρτάνω γ. μετανοώ για κάτι καλό που έκανα 2. (μτβ.) τιμωρώ, καταδικάζω 3. φρ. «κακύνω το μάτι μου σε κάποιον» βλέπω κάποιον με κακή διάθεση αρχ. 1. (και με ηθική σημ.) βλάπτω, φθείρω 2. (για …   Dictionary of Greek

  • ՉԱՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0569 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c չ. κακύνομαι, πονηρέομαι depravor, pervertor, nequiter ago χείρων γίνομαι pejor fio. Փոխիլ կամ բերիլ ի չար անդր. վատթարանալ. անզգամիլ.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”